Μια φορά κι έναν καιρό σ’ ένα δάσος ζούσε ένα λιοντάρι, που για να εξασφαλίσει καθημερινά το φαγητό του σκότωνε πολλά μικρά και μεγάλα ζώα. Όλα τα ζώα είχαν φοβηθεί πολύ, γι’ αυτό συγκεντρώθηκαν κι αποφάσισαν να προτείνουν στο λιοντάρι να σταματήσει να τα κυνηγά, κι εκείνα κάθε μέρα θα του έστελναν ένα ζώο για να το φάει. Το λιοντάρι δέχτηκε.
Έτσι την πρώτη μέρα τα ζώα έριξαν κλήρο κι ο κλήρος έπεσε στον ελέφαντα. Τι να κάνει ο ελέφαντας; Πάει στο λιοντάρι κι εκείνο ορμάει επάνω του και τον κατασπαράζει.
Τη δεύτερη μέρα ο κλήρος έπεσε στην αρκούδα. Πάει κι αυτή στην κοιλιά του λιονταριού.
Την τρίτη μέρα ο κλήρος πέφτει στο λαγό. Η ώρα περνούσε, αλλά ο λαγός δεν πήγαινε στο λιοντάρι. Εκείνο τον περίμενε κι είχε πείνα μεγάλη. Κάποια στιγμή εμφανίζεται ο λαγός.
– Τι έγινε, λαγέ; Γιατί άργησες; τον ρωτάει το λιοντάρι.
– Τι να κάνω, άρχοντά μου; Εγώ από νωρίς ξεκίνησα, αλλά στο δρόμο συνάντησα το βασιλιά των ζώων και με καθυστέρησε, απαντά ο λαγός.
– Μα, αφού εγώ είμαι ο βασιλιάς των ζώων, λέει έκπληκτο το λιοντάρι.
– Κι εγώ έτσι του είπα, άρχοντά μου, όμως αυτός επέμενε ότι εκείνος είναι ο πραγματικός βασιλιάς των ζώων, απαντά με πονηριά ο λαγός.
– Πες μου πού κρύβεται αυτός ο αναιδής να τον φάω αμέσως, προστάζει το λιοντάρι γεμάτο θυμό.
– Να, κρύβεται σ’ αυτό το πηγάδι, λέει ο λαγός. Και του δείχνει ένα πηγάδι που βρισκόταν εκεί κοντά.
Το λιοντάρι πηγαίνει στο πηγάδι, σκύβει μέσα, βλέπει το πρόσωπό του στο νερό και νομίζοντας πως είναι ο αναιδής που δηλώνει βασιλιάς, πηδά να τον κατασπαράξει και πνίγεται. Χαρούμενος ο λαγός τρέχει στα άλλα ζώα και λέει για το θάνατο του λιονταριού. Από τότε όλα ζήσανε καλά κι εμείς καλύτερα…