Μία απ’ τις πρώτες μέρες της Δημιουργίας ο Κύριος δέχτηκε σε ένα μεγάλο δάσος όλα τα πλάσματά Του. Θα έδινε στο καθένα το δώρο του….
Λέει η κουκουβάγια:
– Εγώ θα ήθελα να με φοβούνται και να με τρέμουν όλοι.
– Σου δίνω δύο μάτια, που θα τρομάζουν όλη τη δημιουργία. Θα είσαι ο φόβος και ο τρόμος όλων. Είσαι ευχαριστημένη; ρώτησε ο Κύριος.
– Είμαι! Είπε η κουκουβάγια γεμάτη υπερηφάνεια.
Ύστερα είπε το παγώνι:
– Εγώ θα ήθελα επάνω μου να έχω ομορφιά.
– Σε ‘σένα χαρίζω ένα πολύχρωμο φόρεμα…Θα είσαι ο βασιλιάς της ομορφιάς. Όλοι θα σε θαυμάζουν και θα σε ζηλεύουν, απάντησε ο Κύριος.
Το παγώνι έφυγε πολύ ευχαριστημένο.
– Και εσύ τι επιθυμείς; λέει ο Κύριος στο αηδόνι.
– Πατέρα, λέει το αηδόνι, εγώ δεν θέλω να τρομάζω κανένα. Μη μου δώσεις, σε παρακαλώ, την ομορφιά. Δεν θέλω να με ζηλεύουν. Θα ήθελα να μου δώσεις το χάρισμα να τραγουδώ. Έτσι θα δίνω τη χαρά σε όλα τα πλάσματά Σου.
– Θα σου δώσω λίγη από τη μουσική που τέρπει τη ζωή στον ουρανό! λέει ο Κύριος. Όλοι θα σε αγαπούν και εσύ θα γίνεις στ’ αλήθεια ευτυχισμένο.
Έτσι και έγινε. Το αηδονάκι πήρε το ωραιότερο δώρο.