Ξημέρωνε Χριστούγεννα! Ο Θάνος πετάχτηκε από το κρεβάτι. Ντύθηκε γρήγορα και περπατώντας στις μύτες των ποδιών του, πλησίασε στο δωμάτιο της αδελφής του και χτύπησε απαλά την πόρτα. Η Δώρα τον περίμενε. Οι δυο μαζί μετέφεραν ένα τεράστιο διακοσμημένο κουτί και το τοποθέτησαν έξω από την κύρια είσοδο του σπιτιού.
– Είσαι σίγουρη πως θα πετύχει το σχέδιο και θα τους αρέσει το δώρο μου; είπε ο Θάνος καθώς η Δώρα άνοιγε την κούτα.
– Έλα μπες μέσα στην κούτα πριν μας πάρουν είδηση και να ‘σαι σίγουρος πως η μαμά και ο μπαμπάς θα ενθουσιαστούν, είπε η Δώρα με πλατύ χαμόγελο.
Ύστερα του έδωσε μερικά πολύχρωμα χαρτονάκια που έγραφαν: «Σας ευχαριστώ για τους κόπους σας για μένα». «Είμαι πρόθυμος να σας βοηθήσω όταν μου το ζητήσετε». «Θα φροντίσω να κρατώ το δωμάτιο μου καθαρό και συγυρισμένο». «Θα είμαι επιμελής στα μαθήματά μου». «Θα προσπαθήσω να σας υπακούω πάντοτε». «Είσαστε οι καλύτεροι γονείς και σας αγαπώ πολύ».
Ο Θάνος τα τακτοποίησε στην αγκαλιά του λέγοντας:
– Ελπίζω να μη μας πάρει είδηση η γειτονιά.
Η Δώρα σκέπασε το κουτί, κι άρχισε να χτυπά το κουδούνι της εξώπορτας δυο τρεις φορές δυνατά και ν’ απομακρύνεται. Ο Θάνος με κομμένη την ανάσα περίμενε. Σε λίγο άνοιξε η πόρτα και ο Θάνος άκουσε τον πατέρα του να φωνάζει τη μητέρα.
– Έλα γρήγορα να δεις! Κάποιος άφησε ένα τεράστιο πακέτο έξω από την πόρτα μας. Η μητέρα έφτασε στη στιγμή. Οι δυο μαζί αφού βεβαιώθηκαν από την ετικέτα ότι το δώρο ήταν γι’ αυτούς, το άνοιξαν.
– Να ‘μαι! Καλά Χριστούγεννα, φώναξε ο Θάνος και χαμογελαστός πετάχτηκε πάνω. Εσείς, κάνατε τόσα πολλά για μένα κι εγώ αποφάσισα αυτά τα Χριστούγεννα να σας προσφέρω δώρο τον ίδιο μου τον εαυτό, είπε και τους έδωσε τα χαρτονάκια. Οι γονείς κατασυγκινημένοι το διάβασαν. Δάκρυα χαράς άρχισαν να κυλούν από τα μάτια τους. Η μητέρα αγκάλιασε το Θάνο και τον φίλησε. Ο πατέρας πήρε το λόγο:
– Αυτό είναι το καλύτερο δώρο που θα μπορούσες να μας προσφέρεις. Σ’ ευχαριστούμε πολύ γιε μας!