από ταους μαθητές της Β’ τάξης του 8ου δημοτικού σχολείου Σερρών
Ο Γιούρα ήταν ένα λυκάκι σαν όλα τ’ άλλα λυκάκια. Είχε μεγάλη, φουντωτή ουρά, μυτερό μουσούδι, δόντια κοφτερά και νύχια σκληρά σαν από γρανίτη.
Μόνο εδώ ήταν η μεγάλη διαφορά, που ήταν άσπρος, δηλαδή κάτασπρος, λες και τον είχανε βουτήξει μέσα στο γάλα και αυτό έβαψε όλες τις τρίχες της γούνας του. Ήταν έτσι γιατί οι γονείς του είχαν έρθει από τη Σιβηρία και εκεί λύκοι, αλεπούδες και αρκούδες είναι κάτασπροι σαν το χιόνι.
Το χρώμα αυτό δημιουργούσε πολλά προβλήματα στο Γιοπύρα. Σχεδόν, λέω σχεδόν, όλοι οι συμμαθητές του τον κορόιδευαν.
– Ου, ου, ου.. έκαναν βγάζοντας έξω τις τεράστιες λυκίσιες γλώσσες τους.
– Ήρθε ο ξεβαμμένος, ήρθε ο ξεβαμμένοοος, φώναζαν. Αλλά, και μερικά τελείως κακοαναθρεμμένα λυκάκια, πήγαιναν και του έδιναν σπρωξιές, φωνάζοντας:
– Φύγε από κοντά μας, ή
– Μη με σπρώχνεις γιατί…..
Η μητέρα του Γιούρα προσπαθούσε να τον βοηθήσει η φουκαριάρα δίνοντάς του συμβουλές, όπως:
– Να μη δίνεις σημασία. Να τους αγνοείς. Θα τους περάσει και άλλα τέτοια του έλεγε κάθε πρωί, όταν έφευγε από τη φωλιά του για το σχολείο.
Ο Γιούρα όμως δεν μπορούσε να μη δίνει σημασία, γιατί πληγώνονταν πολύ. Κάθε μέρα, στο δρόμο για το σχολείο, μια σκέψη στριφογύριζε στο νου του.
-Τι να κάνω για να σταματήσουν αυτό το πείραγμα; σκεφτόταν και ξανασκεφτόταν, ώσπου του ήρθε μια καταπληκτική ιδέα.
Στο σχολείο την ώρα των τεχνών, η κυρία τους είχε φέρει μια μαύρη μπογιά. Λίγο αργότερα η κυρία είχε θυμηθεί ότι είχε αφήσει τα πινέλα στην άλλη τάξη. Πήγε να τα πάρει.
Ο Γιούρα είδε ότι οι συμμαθητές του δεν τον πρόσεχαν. Τότε εκείνος βούτηξε μέσα στη μπογιά ολόκληρος. Όταν βγήκε ήταν κατάμαυρος και η φίλοι του, όταν ησύχασαν, είδαν γύρω-γύρω ότι ο Γιούρα είχε εξαφανιστεί. Κι όλοι ρώτησαν:
– Που πήγε ο Γιούρα;
Μετά σηκώθηκε και είπε:
– Εγώ είμαι ο Γιούρα.
Μα όλοι τον είδαν και γέλασαν. Μα ο Γιούρα δεν αστειευόταν και ξαναείπε:
– Εγώ, εγώ είμαι ο Γιούρα.
Και οι συμμαθητές του, του λένε:
– Μωρέ δεν μας παρατάς λέω εγώ και τον έσπρωξαν.
Η μπογιά δεν είχε στεγνώσει ακόμα και οι πατούσες τους είχαν γίνει μαύρες. Τότε στη τάξη μπήκε η κυρία και είπε στον Γιούρα:
– Πως έγινες έτσι;
Κι ο Γιούρα της τα είπε όλα με το νι και με το σίγμα.
Όλοι κατάλαβαν για ποιο λόγο ο Γιούρα έγινε μαύρος. Προσπάθησε να γίνει όμοιος με αυτούς. Δεν ήθελε να είναι διαφορετικός.
Τότε η κυρία με τα μεγάλα εκφραστικά μάτια κοίταξε τους μαθητές της. Σιωπηλοί και με τα κεφάλια κατεβασμένα κατάλαβαν το λάθος τους. Έτρεξαν και αγκάλιασαν τον φίλο που πίκραναν τόσο πολύ.