Πριν από μερικά καλοκαίρια, σε ένα πράσινο αγρό ζούσε την ήσυχη ζωή του, ένα σαλιγκαράκι. Φίλους δεν είχε, δουλειές δεν είχε, μόνο τεμπελιά είχε. Κάθε μέρα έκανε την βόλτα του στον αγρό και κάθε βράδυ κοιμόταν. Σαν ήθελε να πλυθεί, πήγαινε κάτω από ένα φύλλο που είχε νερό, γυρνούσε λίγο από τα αριστερά, λίγο από τα δεξιά και αυτό ήταν. Και σαν ήθελε να στεγνώσει, ανέβαινε με την ησυχία του σε ένα λουλούδι και λιαζόταν στον ήλιο. Όσο για την τροφή του, δεν έδινε και πολύ μεγάλη σημασία. Αν έβρισκε έτρωγε, αν δεν έβρισκε, δεν έτρωγε. Έκανε και λίγη δίαιτα.
Το σαλιγκαράκι ήταν μοναχικό γιατί πίστευε ότι δεν είχε ανάγκη κανέναν αφού είχε το σπίτι του και την ησυχία του. Όταν μάλιστα έβλεπε άλλα ζουζούνια ή ζωάκια να τρέχουν από δω κι από κει όταν έβρεχε ξαφνικά ή έκανε ζεστή πολλή, γελούσε με την καρδιά του και τις κεραίες του. Θεωρούσε τον εαυτό του πολύ τυχερό.
Μα μια μέρα έγινε κάτι που έφερε τα πάνω κάτω. Ήταν Δευτέρα μεσημέρι και ένας γαϊδαράκος που τριγυρνούσε στον αγρό, είδε την αγαπημένη του φοραδίτσα να περνάει κουνιστή και λυγιστή από μπροστά του. Ε! αυτό ήτανε. Τα έχασε μονομιάς. Μα ήταν κι αυτή τόσο όμορφη! Ο γαϊδαράκος ζαλίστηκε από την ομορφιά της τόσο πολύ που σκουντούφλησε σε έναν κορμό δέντρου και … έπεσε κάτω στη γη ανάσκελα. Η ουρίτσα του όμως με το πέσιμο προσγειώθηκε στο σαλιγκαράκι που εκείνη τη στιγμή κοιμόταν του καλού καιρού!
«Αουτς!» αναφώνησε με πόνο το σαλιγκαράκι, και ένα σκρατς ακούστηκε. Μα τι είχε γίνει; Το σπιτάκι του μικρού μας σαλιγκαριού είχε σπάσει. Πω – πω! Τι συμφορά! Ευτυχώς δεν χτύπησε το ίδιο, μα το σπίτι του είχε γίνει κομματάκια. Ο γαϊδαράκος όταν συνήλθε άκουσε τις φωνές του μικρού σαλιγκαριού και πήγε κοντά του.
– Συγνώμη, συγνώμη σαλιγκαράκι μου. Δεν το ήθελα. Χίλια συγνώμη. Τι μπορώ να κάνω για να σε βοηθήσω; έλεγε ο καημένος γιατί πραγματικά είχε στενοχωρηθεί πολύ.
Το σαλιγκαράκι ήταν απαρηγόρητο. Στα καλά καθούμενα βρέθηκε δίχως σπίτι. Και τώρα; Ούτε να θυμώσει δεν μπορούσε. Τόσο στενοχωρημένο και φοβισμένο ήταν. Εντωμεταξύ ο ήλιος είχε αρχίσει να δύει και σιγά – σιγά σκοτείνιαζε. Πού θα έβγαζε τη νύχτα;. Πού θα κοιμόταν; Τότε είπε στο γαϊδαράκι:
-Έχεις στυλό και χαρτί; Θέλω να γράψω ένα γράμμα.
Ευτυχώς ο γαϊδαράκος είχε και στυλό και χαρτί γιατί ετοιμαζόταν, πριν σκουντουφλήσει, να γράψει ένα γράμμα στη φοραδίτσα που αγαπούσε. Χωρίς να σκεφτεί, τα έδωσε στο τραυματισμένο σαλιγκαράκι και εκείνο με τη σειρά του έγραψε αυτά τα λογάκια:
«Αγαπημένε μου θείε σαλίγκαρε. Ξέρω ότι έχω πολύ καιρό να σου γράψω γράμμα και θα έχεις δίκιο αν είσαι θυμωμένος. Όμως τώρα χρειάζομαι τη βοήθειά σου. Έγινε ένα ατύχημα και έσπασε το σπιτάκι του. Εσύ έχεις ένα σωρό, το θυμάμαι. Μπορείς να μου στείλεις επειγόντως ένα; Ήδη κρυώνω, φοβάμαι και δεν ξέρω τι να κάνω. Σε ευχαριστώ. Κλαψ!».
Μόλις το έγραψε το έδωσε στο γαϊδαράκο, λέγοντας του μάλιστα να το στείλει αμέσως. Ο γαϊδαράκος έγινε καπνός. Και τώρα; Έμεινε μοναχό του μην ξέροντας τι να κάνει. Και έβαλε τα κλάματα.
Τα έβαλε τόσο δυνατά που τον άκουσε μία χελώνα που γυρνούσε από τα ψώνια της.
-Γιατί κλαις σαλιγκαράκι; το ρώτησε.
Το σαλιγκαράκι της διηγήθηκε τι είχε συμβεί και η χελώνα το λυπήθηκε. Προσφέρθηκε να το βοηθήσει. Έδεσε με πολλή προσοχή μία κορδελίτσα από το λαιμό του και το πήγε στο φίλο του τον κύριο Μανιτάρη. Θα περνούσε εκεί το βράδυ του και το πρωί θα έβρισκαν κάποια λύση. Το σαλιγκαράκι δέχτηκε αμέσως. Πραγματικά, μετά από λίγο δρόμο φτάσανε στον κύριο Μανιτάρη όπου του εξηγήσανε τι είχε συμβεί. Φυσικά εκείνος δέχτηκε να το φιλοξενήσει. Μα ήταν όλοι τους τόσο καλοί. Και το σαλιγκαράκι τόσο άδικο όλο αυτόν τον καιρό που τον ένοιαζε μόνο ο εαυτός του. Ο κύριος Μανιτάρης του έδειξε ακριβώς πού μπορούσε να ξαπλώσει κι μετά έγειρε από πάνω του για να μην κρυώνει. Το σαλιγκαράκι ήταν πολύ συγκινημένο αφού χωρίς να τους έχει κάνει ποτέ τίποτα ήθελαν όλοι να τον βοηθήσουν.
Σε 5 δευτερόλεπτα είχε βυθιστεί και έβλεπε όνειρα. Όχι ακριβώς όνειρα, μάλλον εφιάλτες .. Είδε, λέει, πως αντί για καινούριο σπιτάκι είχε ένα ρολόι, που κάθε μια ώρα χτυπούσε το ξυπνητήρι και ενοχλούσε τον κόσμο. Όλοι τον μαλώνανε μα εκείνος δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Πω–πω!, τι ήταν και αυτό. Και μετά είδε κάτι άλλο. Είδε, λέει, πως ο θείος του ο Σαλίγκαρος, για να τον εκδικηθεί που τόσο καιρό τον είχε ξεχάσει δεν του έστειλε σαλιγκαρένιο σπίτι αλλά ένα αληθινό, με παράθυρα, πόρτα και φουγάρο. Μάλιστα! Φουγάρο. Οπού τον έκαιγε στην πλάτη μα εκείνο πάλι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Ααα!!! Αυτά δεν ήταν όνειρα. Έπρεπε να ξυπνήσει. Και ξύπνησε και είδε τον ήλιο να του κλείνει το μάτι. Τώρα αυτό ήταν καλό ή κακό σημάδι;
Δεν πρόλαβε να βγάλει συμπέρασμα και άκουσε μια φωνή.
– Σαλιγκαράκι, σαλιγκαράκι, είσαι καλά;
Γύρισε και είδε μια σαλιγκαρίνα με το παιδάκι της να έρχονται προς το μέρος του όσο πιο γρήγορα μπορούσαν.
– Μα δεν αξίζω τη συμπόνια σας, ούτε την αγάπη σας, είπε με παράπονο
– Την αξίζεις, απάντησε η σαλιγκαρίνα, απλά πρέπει να καταλάβεις ότι κανείς δεν μπορεί να ζήσει από μόνος του, χωρίς τη βοήθεια των άλλων. Ίσως τώρα που σου συνέβη αυτό να το έμαθες.
Πριν προλάβει όμως να απαντήσει, ήρθε τρέχοντας άλλο ένα σαλιγκαράκι που κρατούσε ένα γράμμα. Του το έδωσε κατευθείαν, χωρίς ανάσα. Έγραφε:
«Αγαπητό μου σαλιγκαράκι. Πολύ λυπήθηκα γι’ αυτό που έπαθες. Ξέρεις πόσο σε αγαπάω, γι’ αυτό σου στέλνω ένα καινούριο κίτρινο σπιτάκι. Φόρεσε το με προσοχή και όλα θα πάνε καλά. Όποτε μπορείς να έρθεις να με επισκεφτείς. Θα χαρώ πολύ. Με αγάπη ο θείος σου».
Το σαλιγκαράκι μας έβαλε τα κλάματα. Πόσο είχε συγκινηθεί. Μα έβαλαν τα κλάματα και όλοι όσοι ήταν γύρω του. Ο Μανιτάρης, η κυρά Χελώνα, η Σαλιγκαρίνα με το παιδάκι της και ο Γαϊδαράκος που κρατούσε το καινούριο σπιτάκι…
Μέσα σε λίγη ώρα το σαλιγκαράκι φορούσε το καινούριο του σπίτι, το οποίο μπήκε επάνω του τέλεια. Το σαλιγκαράκι ευχαρίστησε ένα – ένα όλους όσους τον είχαν βοηθήσει και μάλιστα τους είπε πως ήταν πολύ τυχερός που τους είχε φίλους του.
Από εκείνη την ημέρα, το μικρό, σαλιγκαράκι έκανε πολλούς νέους φίλους, και βοηθούσε όποιον χρειαζόταν βοήθεια. Έτσι, έζησαν αυτοί καλά και ακόμα καλύτερα.