Τρεις μητέρες έπαιρναν νερό στο πηγάδι και συζητούσαν για τα παιδιά τους.
– Ο γιος μου, είπε η πρώτη μητέρα, είναι τετραπέρατος. Κανένα παιδί δεν τον ξεπερνά στα παιχνίδια και στην εξυπνάδα…
– Ο δικός μου γιος, λέει η άλλη, τραγουδάει σαν αηδόνι. Είναι μία φωνή
μοναδική…
Η τρίτη μητέρα έμεινε σιωπηλή.
– Γιατί δεν μας λες κάτι και για το δικό σου παιδί; τη ρώτησαν οι άλλες.
– Τι να πω; Ο δικός μου ο γιος δεν έχει τίποτα ιδιαίτερο… απάντησε ταπεινά η τρίτη μητέρα.
Οι μητέρες γέμισαν τις στάμνες τους και έφυγαν. Ένας γεροντάκος, που άκουσε τη συζήτησή τους, τις ακολούθησε. Σε λίγο οι μητέρες σταμάτησαν να ξεκουραστούν επειδή οι βαριές στάμνες είχαν κουράσει υπερβολικά τη μέση τους.
Τότε έτρεξαν κοντά τους τα τρία παιδιά τους. Το παιδί από την πρώτη μητέρα άρχισε να κάνει τούμπες και όλες γέλασαν με τα καμώματα και τη σβελτάδα
του. Το παιδί της άλλης μητέρας άρχισε να τραγουδά έναν ωραίο σκοπό και
τους άφησε όλους με ανοιχτό το στόμα. Το παιδί της τρίτης έτρεξε στη μητέρα του και της πήρε από τα χέρια τη στάμνα.
Οι μητέρες τότε ρώτησαν το γέρο, που σταμάτησε και αυτός και τα έβλεπε:
– Λοιπόν, παππού, πως σου φαίνονται τα παιδιά μας;
Και ο γέρος απάντησε:
– Ποια παιδιά; Εγώ μόνο ένα είδα…