Μια φορά και δυό φορές, μήνας Ιούλιος, ζέστη πολλή, σ’ ένα μεγάλο φυτώριο, γεννήθηκε ένας μικρός κάκτος, σ’ ένα καφέ γλαστράκι. Όλα τα φυτά και τα λουλούδια που ζούσαν σε αυτό το φυτώριο, μόλις μάθανε το νέο, πήγαν από κοντά να το δουν. Κι αυτό γιατί το κακτάκι εμφανίστηκε από το πουθενά. Δεν είχε μαμά, ούτε μπαμπά ούτε καν έναν ξάδερφο. Τσουπ! φύτρωσε ένα πρωί εντελώς ξαφνικά κι άρχισε λίγο-λίγο να μεγαλώνει. Και ήταν τόσο όμορφο! Όλα του τα αγκαθάκια ήταν συμμετρικά, το κορμάκι του στρογγυλό και το σπουδαιότερο, είχε παντού μικρά – μικρά ανθάκια, μπλε, κόκκινα, κίτρινα, πράσινα και μοβ. Όλοι το θαύμαζαν και επειδή ήταν ορφανό, αποφασίσανε να το μεγαλώσουν και να το προσέχουν όλοι μαζί σαν να ήταν δικό τους παιδάκι.
Από εκείνη την ημέρα το μικρό κακτάκι είχε ότι ήθελε. Ήθελε σκιά; Κανένα πρόβλημα! Έτρεχε ο φίκος και με τα πλατιά του φύλλα του έκανε σκιά. Ήθελε δροσιά και μάλιστα αρωματική; Πήγαινε ο βασιλικός, κουνούσε τα μικρούλικα του φυλλαράκια κι έτσι δροσιζόταν και μύριζε το κακτάκι. Κι αν πάλι βαριόταν καμιά φορά, τότε έτρεχαν τα τριαντάφυλλα, τα σκυλάκια και οι ανεμώνες και χόρευαν, έκαναν γκριμάτσες και το κακτάκι διασκέδαζε..
Ο καιρός περνούσε και το μικρό κακτάκι ζούσε ζωή χαρισάμενη. Είχε μεγαλώσει κιόλας κι είχε μεταμορφωθεί σ’ έναν ωραιότατο κάκτο όπου τα λουλουδάκια γύρω του είχαν φουντώσει και τα χρώματά τους είχαν γίνει ακόμα πιο ωραία. Ακόμα και ο μαγαζάτορας θαύμαζε τον κάκτο του. Μάλιστα, τον είχε τοποθετήσει μπροστά – μπροστά στο μαγαζί του ώστε να τον βλέπουν όλοι. Όμως δεν τον πουλούσε με τίποτα παρόλο που πολλοί πελάτες τον ήθελαν να τον αγοράσουν για το σπίτι τους.
Να όμως που τα πράγματα σιγά – σιγά δεν ήταν και τόσο ωραία. Ο όμορφος κάκτος είχε αρχίσει να γίνεται κακομαθημένος από τα πολλά χατίρια και ιδιότροπος και ζητούσε από όλους τα πιο απίθανα πράγματα.
Μια μέρα λοιπόν έγινε το εξής παράξενο. Βγήκε με έναν πήδο από τη γλάστρα του και πήδηξε κάτω στο έδαφος. Άρχισε τότε να περπατάει περήφανος μέσα και γύρω στο φυτώριο ώστε να τον θαυμάσουν όλοι. Σε κάποια στιγμή εκεί που όλοι τον χαιρετούσαν και τον θαύμαζαν ο κάκτος είπε:
– Ωχ! Αμάν! Τα ποδαράκια μου. Πόσο πονάνε. Με τρυπάνε τα αγκαθάκια μου.
Τι ήταν να το πει. Αμέσως τρέξανε όλοι κοντά του και τον ρωτούσαν πού πονάει, πόσο πονάει, γιατί πονάει κλπ. Τότε ο κάκτος, με ύφος δήθεν λυπημένο είπε και ζήτησε το πιο απίθανο πράγμα που μπορούσε ποτέ κάποιος κάκτος να ζητήσει.
– Θέλω να μου φτιάξετε παπούτσια σαν κι αυτά που έχουν οι άνθρωποι, να τα φοράω για να μην πονάω! Δεν γίνεται εγώ ένας τόσο όμορφος κάκτος να είμαι ξυπόλητος. Πρέπει να έχω τα πιο ωραία και αναπαυτικά παπούτσια που υπάρχουν.
– Παπούτσια; αναρωτήθηκε μία μαργαρίτα.
– Πρωτάκουστο! είπε μία μπουκαμβίλια.
– Πού θα τα βρούμε τα παπούτσια; αναρωτήθηκε μία φτέρη.
– Δεν με νοιάζει, απάντησε τότε με αλαζονεία και αδιαφορία ο κάκτος. Και συνέχισε με ψεύτικο παραπονιάρικο και πληγωμένο ύφος: Θέλετε να πονάω και να υποφέρω; Θέλετε να είμαι άσχημος;
Κανείς δεν ήθελε βέβαια να συμβεί αυτό. Κι έτσι όλοι άρχισαν να ψάχνουν τρόπους και λύσεις πώς να φτιάξουν παπούτσια για τον κάκτο που τόσο αγαπούσαν.
Περάσανε κάμποσες ημέρες και στο φυτώριο επικρατούσε πανικός. Από το πρωί έως το βράδυ φυτά και λουλούδια δουλεύανε και ψάχνανε τρόπους για να φτιάξουν τα ωραιότερα παπούτσια για κάκτο. Και τα καταφέρνανε περίφημα. Ενώ ο κάκτος από την άλλη, καθόταν τεμπέλικα στη γλάστρα του και απολάμβανε όλο αυτό που συνέβαινε για χάρη του. Ωραία που ήταν όλοι να ενδιαφέρονται γι’ αυτόν. Είχε γίνει τόσο κακομαθημένος γιατί ποτέ δεν του είχε χαλάσει κανείς χατίρι.
Ένα απογευματάκι φυτά και λουλούδια πήγανε στον κάκτο και του παρουσιάσανε τα παπούτσια! Τα είχαν φτιάξει από διάφορα φύλλα, χώμα, νερό και ανθάκια. Στον πάτο μάλιστα είχαν φτιάξει αμέτρητες μικρές τρυπούλες για να μπαίνουν μέσα τα αγκαθάκια του κάκτου ώστε να μην τον πονάνε, και του τα προσφέρανε. Τότε ο κάκτος ενθουσιασμένος, χωρίς καν να τους ευχαριστήσει, τα φόρεσε γρήγορα – γρήγορα κι άρχισε να περπατάει κορδωτά. Τότε έγινε κάτι το αναπάντεχο. Τα φυτά και τα λουλούδια σκάσανε στα γέλια. Και γελάγανε για πολλή ώρα. Ήταν τόσο αστείο το θέαμα που έβλεπαν, ώστε δεν μπορούσαν να κρατηθούν με τίποτα.
Κοιτάξτε έναν παπουτσωμένο … κάκτο !, είπε ξεκαρδισμένο ένα γαρύφαλλο. Και πραγματικά. Έμοιαζε όντως με παπουτσωμένο κάκτο αφού ποτέ κανένα λουλούδι, κανένα φυτό δεν είχε φορέσει ποτέ του παπούτσια.
Τότε όλοι κατάλαβαν το λάθος που είχαν κάνει. Η πολλή αγάπη που προσφέρανε για καιρό στον κάκτο του είχε κάνει κακό. Τον είχαν κάνει κακομαθημένο. Όμως ο κάκτος μυαλό δεν έβαζε. Και καθόλου δεν ήθελε να βγάλει τα παπούτσια του. Ένοιωθε ότι ξεχώριζε από όλους τους άλλους και θα ήταν το καμάρι του μαγαζάτορα για πολύ καιρό ακόμα.
Όμως δεν τα είχε σκεφτεί καλά. Ο μαγαζάτορας μόλις είδε τον κάκτο του παπουτσωμένο, έβαλε κι αυτός τα γέλια και δεν μπορούσε με τίποτα να σταματήσει. Μάλιστα, τον πήρε από την μπροστινή θέση που τον είχε και τον έβαλε πίσω – πίσω να μην πολυφαίνεται.
Ο κάκτος στενοχωρήθηκε και πληγώθηκε. Έκατσε εκεί μονάχος του σκεφτικός και στο τέλος πήρε κάποιες αποφάσεις. Έβγαλε τα παπούτσια του, τ’ έκρυψε κάτω από το χώμα της γλάστρας του, έκατσε στη μέση του φυτώριου και είπε δυνατά.
– Σας ζητώ συγνώμη που ήμουν τόσο κακομαθημένος. Δεν θα σας ξαναζητήσω άλλη φορά τίποτα. Το μόνο που θέλω είναι να με αγαπάτε μία σταλίτσα αλλά να μην μου κάνετε τα χατίρια. Τώρα ήρθε η σειρά μου να σας βοηθήσω εγώ. Κι ότι θέλετε θα το ζητάτε από μένα. Αυτά είπε και χαμήλωσε το κεφαλάκι του.
Τα φυτά και τα λουλούδια που ήταν τριγύρω κοιτάχτηκαν μεταξύ τους, χαμογελάσανε τρυφερά και αγκαλιάσανε τον κάκτο με αγάπη. Έφτασε ο Αύγουστος, η ζέστη ήταν στα ύψη αλλά στο φυτώριο υπήρχε μια δροσιά φοβερή. Ο κάκτος είχε γίνει ο καλύτερος του κόσμου. Από εκείνη την ημέρα δεν ξαναφόρεσε ποτέ του τα παπούτσια, δεν ξαναζήτησε ποτέ του περίεργα ή παράξενα πράγματα. Ίσα-ίσα που ήταν πολύ καλός και εξυπηρετικός με όλους κι όταν κάποια στιγμή ο μαγαζάτορας πήγε να τον ξαναβάλει μπροστά στο μαγαζί του ο κάκτος αρνήθηκε λέγοντας ότι δεν το άξιζε τόσο όσο στα άλλα φυτά! Από τότε ζούσαν όλοι καλά και ακόμη καλύτερα!!!