Μία φορά και ένα καιρό ζούσε στο χωριό μου ένα μικρό και αδύνατο ποντικάκι. Το λοιπόν, μια μέρα μου λέει:
– Έμαθα ότι στη χώρα έχουν πολλά σκουπίδια, να πάω να ζήσω εκεί και να παχύνω;
Τι να του πω εγώ; Να πάει ή να μην πάει; Εγώ πάντως του είπα να πάει. Την άλλη αυγή ξεκίνησε να πάει. Αλλά πριν μπει στη χώρα τι να δουν τα μάτια του; Ένα μεγάλο σούπερ-μάρκετ και κόσμο πολύ να μπαίνει και να βγαίνει με σακούλες γεμάτες τυριά, πατάτες, σοκολάτες Α! εδώ είναι παράδεισος, σκέφτηκε, και δίνει μια και μπαίνει μέσα. Και τι να δουν τα μάτια του;
Ράφια, γεμάτα τυριά, γλυκά, ζυμαρικά, φρούτα. Α! εδώ η ζωή μου θα είναι ευτυχισμένη, σκέφτηκε. Το λοιπόν, άρχισε να κάνει βόλτες πάνω στα ράφια.
Ράφι έπαιρνε, ράφι άφηνε, και κάτω από ένα ράφι τι να δει; Ένα ποντικό δέκα φορές πιο χοντρό από κείνον.
– Γιατί είσαι τόσο χονδρός, τον ρωτάει;
– Εδώ είναι παράδεισος του λέει, τρώμε, πίνουμε, και χορεύουμε. Εσύ γιατί είσαι τόσο αδύνατος;
– Εγώ ζω στο χωριό και βρέχει πολύ, κάνει κρύο, ζέστη το καλοκαίρι, και τι να φάω; κανένα αχλάδι, κανένα αμύγδαλο.
– Έλα εδώ να ζήσεις, του λέει ο χονδρός, στο σούπερ- μάρκετ έχουμε και αιρκοντίσιον. Θα τρως, θα πίνεις, θα τραγουδάς και θα χορεύεις. Θα ζήσεις πολύ ευτυχισμένος.
Και φεύγει το ποντικάκι και έρχεται στο χωριό και μου λέει:
– Θα πάω να ζήσω στο σούπερ-μάρκετ, εκεί είναι ο παράδεισος. Φαντάσου θα
τρώγω, θα πίνω, θα τραγουδάω και θα χορεύω.
Τι να του πω και εγώ; Την άλλη αυγή κίνησε για να πάει. Και την ώρα που άνοιγαν τα σούπερ-μάρκετ ήταν εκεί. Και δίνει μία και μπαίνει μέσα. Και ψάχνει να βρει το φίλο του το χοντρό για αρχίσει το φαγοπότι. Ψάχνει από δω, ψάχνει από κει, τίποτα! Και κάτω από ένα ράφι τι να δει; Το φίλο του φυλακισμένο!
– Τι κάνεις εκεί; του λέει.
– Άσε με, χθες το βράδυ πήγα να φάω ένα κομμάτι τυρί και με πιάσανε.
– Και τι θα γίνει τώρα;
– Ότι πει το αφεντικό του σούπερ-μάρκετ.
– Αυτή είναι η ζωή η ευτυχισμένη που μου ‘λεγες; λέει το ποντικάκι. Αυτός είναι ο παράδεισος; Που θα τρώμε, θα πίνουμε, θα τραγουδάμε και θα χορεύουμε;
Εγώ πάω να φύγω, πάω στο χωριό μου, να βρέχει, να κάνει κρύο, ζέστη το καλοκαίρι, μα μην έχω να τι να φάω, αλλά, θα ζήσω ελεύθερος.
Και έφυγε από το σούπερ-μάρκετ και είναι στο χωριό μου, και ελεύθερο.
Όσο για τον άλλον δεν έμαθε κανένας ποτέ τίποτα.