(Εμμανουέλλα Μαούνη Γ’ δημοτικού)
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσαν σε ένα παραθαλάσσιο χωριό δύο αδέρφια με τους γονείς τους. Τα παιδιά αγαπούσαν πολύ τη θάλασσα και το ψάρεμα. Ένα πρωινό χωρίς να ρωτήσουν τον πατέρα τους, πήραν τη βάρκα του και πήγαν για ψάρεμα. Όμως σηκώθηκε τρικυμία, τα κουπιά τους έπεσαν στη θάλασσα και χάθηκαν στα κύματα. Μέσα από τον κουβά με τα ψάρια άκουσαν έκπληκτοι ένα χρυσόψαρο να λέει με ανθρώπινη φωνή:
– Σας παρακαλώ, αφήστε με να ζήσω και εγώ θα πραγματοποιήσω τρεις ευχές, μόνο που δεν μπορώ να κάνω πραγματική την ευχή να πάτε από εκεί που ήρθατε!
Τα παιδιά το έβαλαν στη γυάλα. Το κορίτσι του ζήτησε ένα μικρό κρεβάτι, 5 φορέματα, 1 ζευγάρι λουστρίνια, το αγόρι ένα ψαροντούφεκο, 1 μαγιό και φαγητό πρωί, μεσημέρι, βράδυ.
Έτσι λοιπόν είχαν ότι επιθυμούσαν και καθώς ο καιρός περνούσε άρχισαν να ξεχνούν τους γονείς τους. Μια μέρα είδαν ένα νησάκι και ζήτησαν από το χρυσόψαρο να τους δώσει ένα ζευγάρι κουπιά για να φτάσουν στην ακτή.
Μόλις βγήκαν χάρηκαν πολύ που πατούσαν πάλι σε στεριά και αποφάσισαν να εξερευνήσουν το νησί, μήπως βρουν κάποιους ανθρώπους. Πράγματι στην άλλη πλευρά αντίκρισαν μια φυλή μαύρων να χορεύουν και να τραγουδούν.
– Ποια φυλή είστε;, τους ρώτησαν.
– Είμαστε η Φυλή του Γέλιου, αγαπάμε τη χαρά και την ειρήνη και σας καλούμε να μείνετε κοντά μας, όσο θέλετε!
Τα παιδιά δέχτηκαν με χαρά την πρόσκληση των καινούριων τους φίλων. Για ένα διάστημα όλα κυλούσαν ήρεμα και ειρηνικά και τα παιδιά έμαθαν να κάνουν βουτιές, να πιάνουν όμορφα κογχύλια, να φτιάχνουν κολιέ από λουλούδια και να χαίρονται τη φιλία και την αγάπη απλών ανθρώπων.
Μια μέρα όμως είδαν από μακριά πολλές βάρκες να πλησιάζουν το νησί. Μέσα ήταν ιθαγενείς οπλισμένοι με κοντάρια και ρόπαλα, τραγουδώντας πολεμικά τραγούδια. Ήταν η Φυλή του Πολέμου που ήθελε να κατακτήσει το μικρό ειρηνικό νησάκι. Αμέσως σήμανε συναγερμός κι έτρεξαν όλοι οι κάτοικοι της φυλής κοντά στα παιδιά τους. Τι φοβερό θα γινόταν ;
Τα παιδιά θυμήθηκαν ότι μπορούσαν να ζητήσουν ακόμα μία χάρη από το φίλο τους το χρυσόψαρο. Χωρίς να διστάσουν ούτε στιγμή του ζήτησαν να πραγματοποιήσει την τρίτη και τελευταία τους ευχή: να σταματήσει τη Φυλή του Πολέμου, ώστε να μην καταστρέψει τους αγαπημένους συντρόφους τους της Φυλής του Γέλιου.
Το χρυσόψαρο συγκινημένο από τα λόγια τους, σήκωσε αμέσως φοβερή τρικυμία με τεράστια κύματα και ανάγκασε τους έντρομους κακούς ιθαγενείς της Φυλής του Πολέμου να γυρίσουν στο νησί τους.
Οι άνθρωποι της Φυλής του Γέλιου οργάνωσαν μια μεγάλη γιορτή για να τιμήσουν τα παιδιά και το χρυσόψαρο για την μεγάλη βοήθεια που προσφέρανε στο νησί τους. Τραγούδησαν, χόρεψαν γύρω από μεγάλες φωτιές και προσέφεραν όμορφα δώρα στα παιδιά. έπειτα όλοι μαζί πήγαν στην ακροθαλασσιά και έριξαν το μικρό χρυσόψαρο πίσω στη θάλασσα, εκεί που πάντα ανήκε.
Το μαγικό χρυσόψαρο που είχε αγαπήσει πολύ τα παιδιά, για την μεγάλη τους καλοσύνη, αποφάσισε μυστικά, να εκπληρώσει ακόμα μια ευχή τους, τη μεγαλύτερη από όλες και ευχήθηκε να ξαναβρούν οι γονείς τα παιδιά τους!