(Χόρχε Μπουκάι)
Δεν υπήρχε σε εκείνο το χωριό πιο δύσκολη και πιο κακοπληρωμένη δουλεία από εκείνη του οδοκαθαριστή. Όμως τι άλλο να έκανε εκείνος ο άνθρωπος; Πράγματι δεν έμαθε ποτέ να γράφει και να διαβάζει ούτε ήξερε άλλη δουλειά ή κάποια τέχνη. Στην πραγματικότητα, ήταν σ’ εκείνο το πόστο γιατί ο πατέρας του ήταν οδοκαθαριστής και πιο πριν ο πατέρας του πατέρα του.
Μια μέρα πέθανε ο γέρος δήμαρχος του χωριού και ένας νέος με ανησυχίες και όραμα ανέλαβε τη διοίκηση του χωριού. Ο νεαρός δήμαρχος αποφάσισε να εκσυγχρονίσει το χωριό. Έφτιαξε πεζοδρόμια, έδωσε ονόματα στους δρόμους και έπειτα κάλεσε τους οδοκαθαριστές για νέες οδηγίες.
-«Από σήμερα και στο εξής εκτός από την καθαριότητα των δρόμων θα καταγράφεται και τις ζημιές που συμβαίνουν στα πεζοδρόμια και στους καινούριους δρόμους».
Ο άνθρωπος άρχισε να τρέμει. Ποτέ δεν του έλειψε η όρεξη για δουλειά, όμως. …
-«Θα χαιρόμουν πολύ να ικανοποιήσω την επιθυμία σας κύριε» ψέλλισε, «όμως, εγώ δεν ξέρω να γράφω και να διαβάζω».
-«Α, πόσο λυπάμαι! Όπως καταλαβαίνεις δεν μπορώ να πληρώνω άλλο άτομο να κάνει αυτή τη δουλειά, ούτε μπορώ να περιμένω πότε θα μάθεις να γράφεις. Γι ‘αυτό…»
-«Μα κύριε δεν μπορείτε να με απολύσετε δουλεύω εδώ όλη μου τη ζωή όπως ο πατέρα μου και ο παππούς μου…».
Δεν τον άφησε να τελειώσει.
-«Κοίταξε, το καταλαβαίνω. Όμως δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Φυσικά, θα αποζημιωθείς με ένα ποσό για να ανταπεξέλθεις ώσπου να βρεις άλλη δουλειά. Λυπάμαι. Σου εύχομαι καλή τύχη».
Και χωρίς άλλη συζήτηση του γύρισε την πλάτη και έφυγε.
Ο άνθρωπος ένοιωσε να γκρεμίζεται ο κόσμος. Ποτέ δεν είχε σκεφτεί ότι θα μπορούσε να βρεθεί σε αυτή τη θέση. Πήγε στο σπίτι του, άνεργος για πρώτη φορά στη ζωή του. Τι έκανε; Θυμήθηκε ότι, μερικές φορές, όταν έσπαγε το καροτσάκι του ή έβγαινε η ρόδα του τα κατάφερνε και έκανε μια πρόχειρη επιδιόρθωση με ένα σφυρί και λίγα καρφιά. Σκέφτηκε ότι αυτή θα μπορούσε να είναι μια προσωρινή δουλειά μέχρι να βρει κάτι πιο σταθερό. Αναζήτησε σε όλο το σπίτι τα εργαλεία που χρειαζόταν αλλά το μόνο που βρήκε ήταν κάτι σκουριασμένα καρφιά και μια φαφούτα τανάλια. Έπρεπε να αγοράσει μια πλήρη σειρά εργαλείων και γι’ αυτό θα χρησιμοποιούσε ένα μέρος της αποζημίωσης που είχε πάρει. Στη γωνία του δρόμου αντιλήφθηκε ότι δεν υπήρχε σιδηροπωλείο και θα έπρεπε να ταξιδέψει δύο μέρες με το μουλάρι για να πάει στο πιο κοντινό χωριό και να αγοράσει τα εργαλεία. «Και τι πειράζει;» σκέφτηκε. Και ξεκίνησε. Στην επιστροφή κουβαλούσε ένα ωραίο και πλήρες κουτί με εργαλεία. Δεν είχε προλάβει να βγάλει τις μπότες του όταν του χτύπησαν την πόρτα. Ήταν ο γείτονας του.
-«Ήθελα να σε ρωτήσω μήπως έχεις να μου δανείσεις ένα σφυρί;».
-«Ναι, έχω, μόλις το αγόρασα. Μα το χρειάζομαι για να δουλέψω… Ξέρεις έμεινα χωρίς δουλειά και…».
-«Εντάξει θα στο επιστρέψω αύριο νωρίς το πρωί».
-«Εντάξει».
Το επόμενο πρωί, όπως είχε υποσχεθεί, γείτονας χτύπησε την πόρτα.
-«Κοίταξε χρειάζομαι ακόμα το σφυρί. Μου το πουλάς;».
-«Όχι γιατί το χρειάζομαι για να δουλέψω. Εξάλλου το σιδηροπωλείο απέχει δύο μέρες με το μουλάρι».
-«Ας κάνουμε μια συμφωνία» του είπε ο γείτονας «Εγώ θα σου πληρώσω τις δύο μέρες πήγαινε έλα συν το κόστος του σφυριού. Στο κάτω κάτω ακόμα άνεργος είσαι. Τι λες;».
Πράγματι αυτό του έδινε δουλειά για τέσσερις μέρες… Δέχτηκε. Στην επιστροφή του άλλος γείτονας τον περίμενε στην πόρτα του σπιτιού του.
-«Γεια χαρά, γείτονα. Εσύ πούλησες ένα σφυρί στο γείτονα μας;».
-«Ναι».
-«Χρειάζομαι και εγώ κάποια εργαλεία. Σου δίνω τις τέσσερις μέρες ταξίδι και ένα μικρό κέρδος για το καθένα. Ξέρεις δεν είναι εύκολο να βρεις χρόνο να ταξιδέψει για να κάνεις τις αγορές σου».
Ο πρώην οδοκαθαριστής άνοιξε το κουτί με τα εργαλεία και ο γείτονας διάλεξε μια πένσα, ένα σφυρί, ένα κατσαβίδι και ένα καλέμι. Τα πλήρωσε και έφυγε. «Δεν είναι εύκολο να βρεις χρόνο να ταξιδέψει για να κάνεις τις αγορές σου.», θυμήθηκε. Αν αυτό ήταν σωστό πολύς κόσμος θα χρειαζόταν κάποιον άλλον να ταξιδεύει και να φέρνει εργαλεία. Στο επόμενο ταξίδι αποφάσισε ότι θα ρισκάριζε λίγο κεφάλαιο από την αποζημίωση, αγοράζοντας περισσότερα εργαλεία από όσα είχε πουλήσει. Έτσι θα εξοικονομούσε χρόνο σε ταξίδια.
Κυκλοφόρησαν τα νέα στη γειτονία και πολλοί γείτονες αποφάσισαν να σταματήσουν να ταξιδεύουν για τις αγορές τους. Μια φορά την εβδομάδα ο πρώην οδοκαθαριστής και νυν έμπορος εργαλείων πήγαινε στο γειτονικό χωριό και αγόραζε ό,τι χρειάζονταν οι πελάτες του. Γρήγορα κατάλαβε ότι αν έβρισκε ένα μέρος να αποθηκεύει τα εργαλεία, θα έκανε λιγότερα ταξίδια και θα είχε μεγαλύτερο κέρδος. Έτσι, νοίκιασε μια αποθήκη. Μετά μεγάλωσε την είσοδο και ύστερα από μερικές μέρες πρόσθεσε και μια βιτρίνα. Έτσι έγινε το πρώτο σιδηροπωλείο του χωριού.
Όλοι ήταν ικανοποιημένοι και αγόραζαν από το κατάστημα του. Δεν ήταν ανάγκη πια να ταξιδεύει γιατί το σιδηροπωλείο του γειτονικού χωριού του έστελνε τις παραγγελίες. Είχε γίνει καλός πελάτης. Με τον καιρό πολλοί αγοραστές από μικρότερα χωριά πιο απομακρυσμένα προτιμούσαν το σιδηροπωλείο του και γλίτωναν τις δύο μέρες ταξίδι. Μια μέρα σκέφτηκε ότι μπορεί να αγοράσει έναν τόρνο και να κατασκευάζει ο ίδιος τα σφυριά. Και μετά. Γιατί όχι;
Θα μπορούσε να φτιάχνει τανάλιες, πένσες και καλέμια, Ύστερα καρφιά και βίδες και έτσι θα είχε περισσότερο κέρδος. Και έτσι μέσα σε δέκα χρόνια αυτός ο άνθρωπο είχε γίνει εκατομμυριούχος κατασκευαστής εργαλείων, με σκληρή και τίμια εργασία. Και τελικά έφτασε να γίνει ο μεγαλύτερος επιχειρηματίας της περιοχής. Ήταν τόσο ισχυρός που μια μέρα, με αφορμή τη νέα σχολική χρονιά, αποφάσισε να δωρίσει στο χωριό του ένα σχολείο. Εκτός από ανάγνωση και γραφή εκεί θα διδάσκονταν οι τέχνες και οι πιο σημαντικές γνώσεις της εποχής. Ο δήμαρχος του χωριού είχε πλέον αλλάξει και ο νέος πια δήμαρχος αποφάσισε να οργανώσει μια μεγάλη γιορτή για τα εγκαίνια του σχολείο και ένα σπουδαίο δείπνο προς τιμήν του ιδρυτή του.
Στο τέλος του δείπνου, ο δήμαρχος του παρέδωσε το κλειδί της πόλης. Ο δήμαρχος τον αγκάλιασε και του είπε:
-«Με μεγάλη ευγνωμοσύνη και περηφάνια σας ζητάμε να υπογράψετε την πρώτη σελίδα του βιβλίου των πεπραγμένων του σχολείου».
-«Η τιμή είναι δική μου» είπε ο άντρας. «Νομίζω ότι πολύ θα μου άρεσε να υπογράψω, όμως, δεν ξέρω να διαβάζω ούτε να γράφω. Είμαι αναλφάβητος».
-«Εσείς, αναλφάβητος;» είπε ο δήμαρχος που δεν μπορούσε να το πιστέψει. «Δεν ξέρετε να γράφετε και να διαβάζετε; Μένω έκπληκτος. Αναρωτιέμαι τι θα μπορούσατε να κάνετε αν ξέρατε γραφή και ανάγνωση».
-«Μπορώ να σας απαντήσω» αποκρίθηκε ο άνθρωπος ψύχραιμα. «Αν ήξερα να γράφω και να διαβάζω… θα ήμουν οδοκαθαριστής!»