Γιώργος Μασούρας μαθητής Δ’ δημοτικού
Σ’ ένα μακρινό γαλαξία ζούσε ένας εξωγήινος που τον έλεγαν Ποκ. Δεν ήταν πιο ψηλός από μια σπιθαμή! Παρόλο το ύψος του είχε ένα διαστημόπλοιο πολύ μεγάλο. Είχε μεγάλο κεφάλι, μικρή μύτη, μικρό στόμα και αρκετά μεγάλα μάτια που έδειχναν κάπως απορημένα.
Αυτός είχε ξεκινήσει μία διαγαλαξιακή εκδρομή. Ανέβηκε στο υπερσύγχρονο διαστημόπλοιό του και ξεκίνησε. Μετά από εκατοντάδες γαλαξίες έφτασε, κι απ’ τον δικό μας πέρασε απ’ το ηλιακό μας σύστημα και συνεπώς πάνω από τη γη. Τότε συνειδητοποίησε ότι έχανε ύψος! Τα όργανά του είχαν πάθει βλάβη και καθώς ήταν εξασθενημένος, τον τραβούσε και η έλξη της γης, μπήκε στην ατμόσφαιρα.
Το διαστημόπλοιο του ΠΟΚ εκείνη τη στιγμή έμοιαζε με πύρινος κομήτης!. Προσέκρουσε με μεγάλη ορμή σ’ ένα δάσος και αυτό λες και σείστηκε ολόκληρο. Βγήκε μπουσουλώντας απ’ το διαστημόπλοιό του και προσπάθησε να το επισκευάσει.
Εν τω μεταξύ διάφορα ζώα τον περιτριγύρισαν περίεργα για να τον δουν καλύτερα. Αυτά παραξενεύτηκαν, το ίδιο κι αυτός. Ο ένας φαινόταν το πιο περίεργο πλάσμα του κόσμου για τον άλλο.
Παρ’ όλες τις προσπάθειες του ΠΟΚ να το επισκευάσει, δεν τα κατάφερε. Ύστερα από δύο μέρες κατάφερε να μιλάει την γλώσσα των ζώων άπταιστα και επικοινωνούσε πολύ καλά μαζί τους. Ήταν φανερό ότι όλα τα ζώα του δάσους είχαν γίνει φίλοι μαζί του.
Ο ΠΟΚ είχε μείνει μια βδομάδα στον πλανήτη Γη και ένιωθε σαν το σπίτι του. Ήταν πολύ ευτυχισμένος και είχε προσαρμοστεί στο περιβάλλον της γης. Ώσπου μια μέρα έμαθε από το φίλο του το σκιουράκι ότι ήρθε ένα τρομερό θεριό στο δάσος που το αποκαλούσαν «Φωτιά». Ο ΠΟΚ τότε φοβήθηκε αλλά και τον έπιασε μεγάλη περιέργεια για το τι πράγμα ήταν αυτή η «Φωτιά». Τότε ο εξωγήινος μέσα από τις συστάδες των θάμνων διέκρινε ένα μεγάλο σύννεφο καπνού να υψώνεται ψηλά, πολύ ψηλά. Η φωτιά ήταν πια μπροστά στο ξέφωτο αυτό του δάσους και έβλεπε διάφορα ζώα να τρέχουν πανικόβλητα.
Ελάφια, λαγοί, σκίουροι, κουκουβάγιες, όλα τα ζώα του δάσους έτρεχαν να φύγουν. Ο ΠΟΚ άρχισε να τρέχει κι αυτός. Εν τω μεταξύ λίγο παραπέρα βρισκόταν ένα παιδάκι, που το έλεγαν Πέτρο και είχε έρθει στο δάσος για ένα πικ-νικ. Ο ΠΟΚ κρύφτηκε μέσα στη τσάντα του πικ-νικ που είχε φέρει μαζί του ο Πέτρος. Τον πέρασε για δέντρο. ΄Ισα-ίσα που πρόλαβε να κρυφτεί, επειδή κι ο Πέτρος είχε αντιληφθεί την φωτιά, μάζεψε πολύ γρήγορα τα πράγματά του κι άρχισε να τρέχει κι αυτός.
Πολύ αργότερα έφτασε στο σπίτι του, μπήκε μέσα, κατευθύνθηκε προς το δωμάτιό του και έκλεισε με βρόντο την πόρτα πίσω του. όταν σιγουρεύτηκε ότι ήταν ασφαλής, άνοιξε την τσάντα του πικ-νικ, και τι να δει: ένα πλάσμα σαν σκιουράκι, που δεν ήταν ψηλότερο από μία σπιθαμή. όμως που να ήξερε τι είχε συμβεί.
Ο ΠΟΚ όμως που είχε μάθει την γλώσσα των ανθρώπων από τα ζώα του δάσους, του εξήγησε το τι ήταν, ποιος ήταν, από πού ήρθε και τι περιπέτεια είχε περάσει πριν βρεθεί εδώ.
Ύστερα από λίγες ημέρες ο ΠΟΚ κι ο Πέτρος ήταν αχώριστοι φίλοι. έπαιζαν μαζί, και κάθε μέρα ο ΠΟΚ έκανε τα μαθήματα του Πέτρου. Μαζί όταν ερχόταν ο ΠΟΚ στο σχολείο του Πέτρου έκαναν πολλές σκανταλιές! Ας πούμε, όταν η κυρία έλεγε την ορθογραφία ο ΠΟΚ την έκανε να λέει και πως γράφονται οι δύσκολες λέξεις.
Μετά από μία εβδομάδα ο ΠΟΚ κατάφερε να φτιάξει ένα καινούργιο διαστημόπλοιο από το παλιό ραδιόφωνο του Πέτρου, το απογείωσε στην ταράτσα και αποχαιρετώντας τον Πέτρο ξαναγύρισε στον πλανήτη του, όπου κι ανήκε!!!