Λόγια που φεύγουν
Ήταν κάποτε, δύο αγόρια που ήταν πολύ καλοί φίλοι. Εξερευνούσαν, αγωνίζονταν και έπαιζαν μαζί διαρκώς. Ήταν και οι δύο πολύ καλοί αθλητές και
τους εκτιμούσαν όλοι.
Μια μέρα μαλώσανε μεταξύ τους για κάτι ασήμαντο, και ο ένας είπε σκληρά λόγια στον άλλο. Το ένα μάλιστα από τα αγόρια, διέδιδε φήμες για το άλλο,
λέγοντας για εκείνο πράγματα αναληθή.
Καθώς όμως οι μέρες πέρασαν και ο θυμός καταλάγιασε, το αγόρι το μετάνιωσε, γύρισε στον φίλο του και του ζήτησε συγγνώμη. Όλα θα ήταν όπως πριν.
Όμως, καθώς περπατούσε στο χωριό, άκουγε άλλους να επαναλαμβάνουν τα ψεύτικα λόγια που είχε πει για τον φίλο του. Πολύ προβληματισμένος από
αυτό, πήγε στον ιερέα του χωριού να ζητήσει τη βοήθειά του.
– «Πώς μπορώ να αναιρέσω αυτό το τρομερό πράγμα που έκανα;», ρώτησε.
Ο ιερέας του απάντησε: «θέλω να πας στο σπίτι σου, να πάρεις το μαξιλάρι σου και με ένα ψαλίδι να το ανοίξεις στα δύο. Θέλω να το κάνεις αυτό και να μου
φέρεις εδώ όλα τα πούπουλα από το μαξιλάρι». Το αγόρι έτσι και έκανε. Έβαλε τα πούπουλα σε μια τσάντα και τα έδωσε στον ιερέα του χωριού και ο ιερέας του
είπε :
– «Τώρα, πάρε την τσάντα με τα πούπουλα στην κορυφή του βουνού, άνοιξέ τη και τίναξε όλα τα φτερά. Αφού το κάνεις, γύρισε εδώ».
Το αγόρι ανέβηκε στο βουνό, άφησε όλα τα πούπουλα στον αέρα και επέστρεψε στον ιερέα ο οποίος του είπε το εξής :
– «Τώρα, πήγαινε πίσω στο βουνό και μάζεψε κάθε πούπουλο που άφησες και βάλε το ξανά στην τσάντα σου».
Το αγόρι απάντησε «Μα αυτό δεν είναι δυνατό. Τα φτερά έχουν φύγει μακριά.
Δεν θα μπορέσω ποτέ να τα ανακτήσω όλα!».
Ο ιερέας είπε, «Το ίδιο συμβαίνει και με τα λόγια…».