Κάποτε σε ένα Μικρό Χωριό κατοικούσε ο Κυρ Μανώλης με την γυναίκα του την Αγλαΐα… Ο Κυρ Μανώλης ήταν αγρότης αλλά πάντα ονειρευόταν να γίνει πολύ πλούσιος… Μια μέρα, καθώς ονειρευόταν ότι είχε πολλά χωράφια και πολλές αγελάδες και ήταν ο πιο πλούσιος του χωριού… άκουσε κάποιον να φωνάζει…
– Μανώλη…. Μανώλη…. Τρέχα γρήγορα… Έλα να δείς…
Ήταν η φωνή της Αγλαΐας που φώναζε χαρούμενη από το κοτέτσι…. Έτρεξε γρήγορα…. Μόλις έφτασε, έμεινε με ανοιχτό το στόμα με το θέαμα!!!
Η χήνα είχε γεννήσει ένα μεγάλο και ολόχρυσο αυγό!!!!
– Πώ… πω… γυναίκα θα γίνουμε πλούσιοι!!!! είπε γεμάτος χαρά, τρίβοντας τα χέρια του…
Αμέσως έβαλαν την χήνα μέσα στο σπίτι… δίπλα στο τζάκι και κάθε μέρα την έβγαζαν βόλτα για να κάνει το μπάνιο της στην λιμνούλα… Της έδιναν το καλύτερο πίτουρο για τροφή… Γενικά την είχαν «μην στάξει και μην βρέξει…»
Κάθε μέρα η χήνα τους αντάμειβε με ένα χρυσό αυγό… έτσι οι δύο χωρικοί αγόρασαν κι άλλα χωράφια και πολλές Αγελάδες…
Ο Κυρ Μανώλης όμως δεν ήταν ικανοποιημένος… δεν ήταν ακόμα ο πιο πλούσιος του χωριού… ήθελε και άλλα χρυσά αυγά… και μάλιστα γρήγορα….
Είπε λοιπόν στην γυναίκα του….
– Φέρε μου την Χήνα να την σφάξω… Σίγουρα στην κοιλιά της θα έχει δεκάδες από χρυσά αυγά… Έτσι κι έγινε!
Όμως ούτε ένα χρυσό αυγό δεν βρήκαν στην κοιλιά της…. Η Αγλαΐα έκλαιγε σπαρακτικά…
– Αχ γιατί να είμαστε τόσο άπληστοι… Ποτέ πια δεν θα έχουμε χρυσό αυγό!!!!