Ο πρώτος χειμώνας του κόσμου πλησίαζε κάποτε. Όλα τα ταξιδιάρικα πουλάκια έφυγαν για τις θερμές χώρες, όπου περίμεναν την άνοιξη. Ένα πουλάκι όμως είχε σπάσει το φτερό του και δε μπορούσε να
φύγει. Κοίταξε τριγύρω του και είδε τα φουντωτά δέντρα του δάσους.
– Ίσως τα δέντρα αυτά με φιλοξενήσουν!! σκέφτηκε και προχώρησε προς τα’ κει.
Το πρώτο δέντρο, που συνάντησε, ήταν μία ψηλή λεύκα.
– Καλή μου, λεύκα, λέει το πουλάκι, άφησε με να καθίζω στα κλαδιά σου ως την άνοιξη.
– Αυτό μας έλειπε να χώνομαι και σε ξένες έννοιες! απάντησε η λεύκα.
Το πουλάκι τότε πήγε σε ένα φουντωτό πλατάνι.
– Εσύ, μεγάλε πλάτανε, άφησε με να μείνω στα κλαδιά σου ως την άνοιξη….
– Μπα; Νομίζεις πως θ’ ανοίγω τα κλαδιά μου σε όλα τα πουλιά του δάσους; Τράβηξε το δρόμο σου!
Το πουλάκι τότε πήγε στην ιτιά.
– Αχ! ιτιά μου λυγερή, άφησε με να καθήσω στα κλαδιά σου και να ζεσταθώ ως την άνοιξη.
– Με ξένους δεν ανακατεύομαι! του απάντησε.
Το πουλί απελπίστηκε πια. Είχε κουραστεί και το φτερό του σερνότανε κάτω.
Το είδε ο πεύκος και το συμπόνησε..
– Αχ! έλα εδώ μικρό μου να καθίσεις στο πιο φουντωτό κλαδί μου. Θα σου κρατά ζέστη και εσύ συντροφιά σε μένα.
Είδε και ο κέδρος το πουλάκι, που αγωνιζόταν να ανέβει στον πεύκο και του είπε:
-Εγώ θα σου κόβω το βοριά..
-Και εγώ θα σε τρέφω με τον καρπό μου! λέει και μία αγριελιά.
Αργότερα ήρθε το βοριαδάκι και θέλησε να παίξει με τα φύλλα. Φυσούσε με το παγωμένο του φύσημα και κάθε φύλλο, που άγγιζε, το έριχνε κάτω.
Αυτά τα δέντρα, που δέχτηκαν το πουλάκι, του λέει ο πατέρας του, ο γερό-βοριάς, μην τα αγγίξεις. Θέλω να κρατούν τα φύλλα τους όλο το χειμώνα.
Και έτσι γίνεται από τότε…